σκαιοτης

σκαιοτης
    σκαιότης
    -ητος ἥ невежественность, бестолковость или глупость Her., Soph., Plat., Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκαιοτης" в других словарях:

  • σκαιότης — awkwardness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιοσύνη — σκαιότης awkwardness fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκαιοσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητα — σκαιότης awkwardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητας — σκαιότης awkwardness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητι — σκαιότης awkwardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητος — σκαιότης awkwardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητ' — σκαιότητα , σκαιότης awkwardness fem acc sg σκαιότητι , σκαιότης awkwardness fem dat sg σκαιότητε , σκαιότης awkwardness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαιότητα — η / σκαιότης, ητος, ΝΑ [σκαιός] η ιδιότητα τού σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τόν έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.) αρχ. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σκαιοσύναν — σκαιοσύνᾱν , σκαιότης awkwardness fem acc sg (doric aeolic) σκαιοσύνᾱν , σκαιοσύνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»